- μεθημερινός
- μεθημερινός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κατά τη διάρκεια τής ημέρας («μεθημεριναὶ φυλακαί», Ξεν.)2. (για πυρετό) ο διαλείπων κάθε μέρα, αυτός που επισυμβαίνει μέρα παρά μέρα3. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ μεθημερινόνκατά τη διάρκεια τής ημέρας, την ημέρα4. φρ. «μεθημερινοὶ γάμοι» — αναίσχυντες αφροδισιακές απολαύσεις που επισυμβαίνουν κατά τη διάρκεια τής ημέρας, όχι νυκτερινές.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἡμερινός (< ἦμαρ)].
Dictionary of Greek. 2013.